- θαλασσόβρεχτος
- -η, -οθαλασσοβρεγμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλίβρεκτος — ον (Α ἁλίβρεκτος) ο βρεχόμενος από θάλασσα, θαλασσόβρεχτος, αλίβροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + βρεκτὸς < βρέχω] … Dictionary of Greek